-
1 λέχριος
A slanting, crosswise, with a Verb,λ. ὀκλάσας S.OC 195
(lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec. 1026 (lyr.), Med. 1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆνλεχρίας X.Cyn.4.3
: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant. 1345 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέχριος
См. также в других словарях:
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek